μυρμηκόφιλος

μυρμηκόφιλος
-η, -ο
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρμηκόφιλα
α) ζωολ. χαρακτηρισμός διαφόρων ειδών εντόμων τα οποία ζουν μόνιμα σε μυρμηγκοφωλιές ή σε επαφή με τα μυρμήγκια
β) βοτ. χαρακτηρισμός φυτών τών τροπικών περιοχών τα οποία φιλοξενούν στις κοιλότητές τους ή σε εξογκώματα τών φύλλων τους μυρμήγκια, με τα οποία αναπτύσσουν μια μορφή συμβίωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myrmicophilus (< μύρμηξ «μυρμήγκι» + φίλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”